διαυγάσῃ

διαυγάσῃ
διαυγάζω
glance
aor subj mid 2nd sg
διαυγάζω
glance
aor subj act 3rd sg
διαυγάζω
glance
fut ind mid 2nd sg
διαυγάζω
glance
aor subj mid 2nd sg
διαυγάζω
glance
aor subj act 3rd sg
διαυγάζω
glance
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαυγάσηι — διαυγάσῃ , διαυγάζω glance aor subj mid 2nd sg διαυγάσῃ , διαυγάζω glance aor subj act 3rd sg διαυγάσῃ , διαυγάζω glance fut ind mid 2nd sg διαυγάσῃ , διαυγάζω glance aor subj mid 2nd sg διαυγάσῃ , διαυγάζω glance aor subj act 3rd sg διαυγάσῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθυόκολλα — Παχύρρευστη κίτρινη συγκολλητική ύλη, που παρασκευάζεται συνήθως με βράσιμο εντοσθίων και κεφαλιών ψαριών. Ονομάζεται επίσης και ψαρόκολλα. Η κόλλα αυτή έχει την ιδιότητα να διαλύεται εντελώς σε νερό συνηθισμένης θερμοκρασίας (20°C).… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • ξεθόλωμα — το μετατροπή υγρού από θολό σε διαυγές, διαύγαση …   Dictionary of Greek

  • πηκτινάση — η, Ν (βιοχ.) ένζυμο που απαντά στα φυτά ή εκκρίνεται από ορισμένους μικροοργανισμούς, ιδιαίτερα τους μύκητες, υδρολύει τις πηκτίνες και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την αύξηση τής απόδοσης τού οπού τών φρούτων, για τη μείωση τού ιξώδους τών …   Dictionary of Greek

  • σμηκτίτης — ο, Ν (ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού αργιλίου, που ανήκει στην ομάδα τών αργιλικών ορυκτών και απαντά με τη μορφή πολύ μικρών τεμαχιδίων, το οποίο, χάρη σε ορισμένες ιδιότητές του, χρησιμοποιείται ως λευκαντική γη για τη… …   Dictionary of Greek

  • φυγοκεντρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φυγόκεντρη δύναμη ή εκμεταλλεύεται τη φυγόκεντρη δύναμη («φυγοκεντρικό πεδίο») 2. φρ. α) «φυγοκεντρική στροβιλομηχανή» (μηχανολ.) κάθε στροβιλομηχανή, λ.χ. στρόβιλος, συμπιεστής ή αντλία, στην οποία η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”