διαυγάσηι — διαυγάσῃ , διαυγάζω glance aor subj mid 2nd sg διαυγάσῃ , διαυγάζω glance aor subj act 3rd sg διαυγάσῃ , διαυγάζω glance fut ind mid 2nd sg διαυγάσῃ , διαυγάζω glance aor subj mid 2nd sg διαυγάσῃ , διαυγάζω glance aor subj act 3rd sg διαυγάσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυόκολλα — Παχύρρευστη κίτρινη συγκολλητική ύλη, που παρασκευάζεται συνήθως με βράσιμο εντοσθίων και κεφαλιών ψαριών. Ονομάζεται επίσης και ψαρόκολλα. Η κόλλα αυτή έχει την ιδιότητα να διαλύεται εντελώς σε νερό συνηθισμένης θερμοκρασίας (20°C).… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
ξεθόλωμα — το μετατροπή υγρού από θολό σε διαυγές, διαύγαση … Dictionary of Greek
πηκτινάση — η, Ν (βιοχ.) ένζυμο που απαντά στα φυτά ή εκκρίνεται από ορισμένους μικροοργανισμούς, ιδιαίτερα τους μύκητες, υδρολύει τις πηκτίνες και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την αύξηση τής απόδοσης τού οπού τών φρούτων, για τη μείωση τού ιξώδους τών … Dictionary of Greek
σμηκτίτης — ο, Ν (ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού αργιλίου, που ανήκει στην ομάδα τών αργιλικών ορυκτών και απαντά με τη μορφή πολύ μικρών τεμαχιδίων, το οποίο, χάρη σε ορισμένες ιδιότητές του, χρησιμοποιείται ως λευκαντική γη για τη… … Dictionary of Greek
φυγοκεντρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φυγόκεντρη δύναμη ή εκμεταλλεύεται τη φυγόκεντρη δύναμη («φυγοκεντρικό πεδίο») 2. φρ. α) «φυγοκεντρική στροβιλομηχανή» (μηχανολ.) κάθε στροβιλομηχανή, λ.χ. στρόβιλος, συμπιεστής ή αντλία, στην οποία η … Dictionary of Greek